- εμπορευματογνωσία
- εμπορευματολογία η товароведение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπορευματογνωσία — η εξάσκηση και ικανότητα στη σωστή εκτίμηση τής αξίας τών εμπορευμάτων (βλ. και εμπορευματολογία) … Dictionary of Greek
εμπορευματογνωσία — η η εμπορευματολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπορευματολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των εμπορευμάτων από εμπορική σκοπιά, η εμπορευματογνωσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)